- σίλιγνον
- και σιλίγνιον και σελίγνιον, τὸ ΜΑ, και σιλίκνιον Μλεπτό πρώιμο καλοκαιρινό σιτάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. siligo, -inis «είδος σίτου» + κατάλ. -(ι)ον τών ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιλιγνοπώλιον — τὸ, Α κατάστημα ή τόπος όπου πωλούσαν σίλιγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ἀρτο πώλιον, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί σιλιγνοπάλιον (< σίλιγνον + πάλιον < πάλη «λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι»)] … Dictionary of Greek
σιλιγνίτης — και σιλιγνείτης, ὁ, Α (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευασμένο από σίλιγνον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
σίλιγνις — και σέλιγνις, ίγνεως, ἡ, ΜΑ λεπτό αλεύρι από σιλίγνιον* («εἶτα ἐπέβαλον μέλι καὶ σιλίγνεως ἡμίσειαν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον σελίγνιον «είδος σίτου» + επίθημα ις] … Dictionary of Greek
σελίγνιον — τὸ, Α βλ. σίλιγνον … Dictionary of Greek
σιλίγνιον — τὸ, Α βλ. σίλιγνον … Dictionary of Greek
σιλίκνιον — τὸ, Μ βλ. σίλιγνον … Dictionary of Greek
σιλιγνάριος — και σιλιγινάριος και σιλιγνιάριος, ὁ, Α αυτός που πουλάει σιλίγνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. λατ. siligin arius] … Dictionary of Greek
σιλιγνίας — ὁ, Μ ο σιλιγνίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + κατάλ. ίας (πρβλ. πιτυρ ίας)] … Dictionary of Greek